Foregående στα ελληνικά
Μετάφραση: foregående, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, προηγούμενος, παλαιός, πρώην, γέρικος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- forebygge στα ελληνικά - αποκλείω, προλαβαίνω, εμποδίζω, αποτρέπω, παρακωλύω, πρόληψη, την πρόληψη, ...
- foredrag στα ελληνικά - μιλώ, διάλεξη, ομιλία, νουθετώ, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας
- forekomme στα ελληνικά - συμβαίνω, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί
- foreløpig στα ελληνικά - προσωρινός, προκαταρκτικός, έκδοση προδικαστικής, προκαταρκτική, προκαταρκτικά, προκαταρκτικές
Τυχαίες λέξεις
Foregående στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, προηγούμενος, παλαιός, πρώην, γέρικος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Μεταφράσεις: γέρος, προηγούμενος, παλαιός, πρώην, γέρικος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα