Λέξη: αυστηρά

Σχετικές λέξεις: αυστηρά

αυστηρά για mcs, αυστηρά μέτρα κατά της διαδικτυακής πειρατείας

Συνώνυμα: αυστηρά

αυστηρώς

Μεταφράσεις: αυστηρά

αυστηρά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strictly, strict, is strictly, stringent, rigorously

αυστηρά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estrictamente, terminantemente, estricta, estricto, rigurosamente

αυστηρά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grundsätzlich, pingelig, strenges, streng, genau, strikt, ausschließlich, unbedingt

αυστηρά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
strictement, rigoureusement, stricte, proprement, strict

αυστηρά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rigorosamente, strettamente, severamente, stretto, assolutamente

αυστηρά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estritamente, rigorosamente, estrita, estrito, rigor

αυστηρά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strikt, streng, strikte, strengste, ten strengste

αυστηρά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
точно, настрого, накрепко, строго, жестко, исключительно, строгом

αυστηρά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strengt, er strengt, strengt tatt, nøye, strenge

αυστηρά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strikt, strängt, absolut, helt, restriktivt

αυστηρά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
visusti, ankarasti, tiukasti, ehdottomasti, ehdottoman, suppeasti, tarkasti

αυστηρά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strengt, nøje, er strengt, absolut, udelukkende

αυστηρά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
striktně, přísně, nezbytně, přesně, výhradně

αυστηρά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ściśle, surowo, bezwzględnie, wyłącznie, twardo, dokładnie, rygorystycznie

αυστηρά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szigorúan, pontosan, feltétlenül, szigorú, kizárólag

αυστηρά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesinlikle, sıkı, kesin, sıkı bir, katı

αυστηρά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
точно, строго, суворо, чітко

αυστηρά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
saktësisht, mënyrë rigoroze, në mënyrë rigoroze, mënyrë strikte, në mënyrë strikte

αυστηρά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
строго, стриктно, точно, абсолютно, стриктно да

αυστηρά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
строга

αυστηρά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rangelt, kitsalt, tingimata, range, täpselt

αυστηρά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strogo, striktno, isključivo, je strogo, se strogo

αυστηρά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stranglega, strangt, nákvæmlega, eingöngu, einu

αυστηρά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
griežtai, siaurai, tikrai, būtinai, visiškai

αυστηρά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stingri, strikti, noteikti, šauri, precīzi

αυστηρά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
строго, стриктно, строго се, исклучиво, строго да

αυστηρά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strict, strictețe, cu strictețe, strictă, mod strict

αυστηρά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strogo, dosledno, ozko, nujno, izključno

αυστηρά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prísne, striktne, dôsledne, presne
Τυχαίες λέξεις