Λέξη: τροφικός

Συνώνυμα: τροφικός

θρεπτικός

Μεταφράσεις: τροφικός

τροφικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alimentary, nutritive, trophic, a trophic

τροφικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alimenticio, alimentario, nutritivo, nutritiva, nutritivos, nutricional, nutritivas

τροφικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nahrhaft, nutritive, Nährstoffe, nahrhaften, Nährstoff, nahrhafte

τροφικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nutritif, alimentaire, substantiel, nourrissant, nutritive, nutritifs, nutritives, nutritionnelle

τροφικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nutritivo, nutritiva, nutritive, nutriente, nutrizionale

τροφικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nutritivo, nutritiva, nutritive, nutritivos, nutricional

τροφικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voedzaam, voedend, voedingswaarde, voedende, voedzame

τροφικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пищевой, подкрепляющий, пищеварительный, поддерживающий, питательный, питательной, питательная, питательную

τροφικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nærings, nutritive, næringsverdi, næringsstoff, nærende

τροφικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
närande, nutritive, närings, näringsvärde, näringsmässiga

τροφικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ravinto-, ravintoaine, ravitsemuksellista, ravintoarvoa, olevat ravitsemukselliset

τροφικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nærende, næringsværdi, ernæringsmæssige, ernæring, næringsværdien

τροφικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výživný, nutriční, živná, výživná, výživné

τροφικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokarmowy, pożywny, odżywczy, odżywcza, odżywcze, odżywczą

τροφικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tápláló, nutritív, tápértéket, a tápértéket, tápanyagréteget

τροφικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
besleyici, besin, beslenme, besleyici bir

τροφικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підкріплювальний, харчовою, харчової, поживний, живильний

τροφικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ushqimor, ushqyese, ushqimore, ushqyerit, të ushqyerit

τροφικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хранителен, хранителна, хранителната, хранително, хранителна стойност

τροφικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пажыўны, пажыўная

τροφικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nutritive, toitesoolade, toite, toiteväärtuse, toidusahhariidide

τροφικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hranljiv, prehrambeni, nutritivne, hranjiva, nutritivna, hranidbena

τροφικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
næringargildi

τροφικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maistingas, maistinė, maistinę, mitybinę, pašarinė

τροφικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
barības, barības vielu, Barojošas, barojošu, barības vielas

τροφικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хранливи, хранливите, нутритивни, хранлив, нутритивна

τροφικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nutritiv, nutritive, nutritivă, nutritiva

τροφικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hranilna, nutritive, hranilno, prehranska, hranilni

τροφικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zažívací, výživný, výživový
Τυχαίες λέξεις