Godtgjøre στα ελληνικά

Μετάφραση: godtgjøre, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεικνύω, καλά, και, επίσης, καθώς, επίσης και
Godtgjøre στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • godmodig στα ελληνικά - πολύ εγκάρδιος, καλοσυνάτα, καλοκάγαθους, καλόκαρδος
  • godta στα ελληνικά - έχω, αναγνωρίζω, δέχομαι, έχε, παίρνω, αποδέχομαι, παραδέχομαι, ...
  • godtgjørelse στα ελληνικά - επιχορήγηση, επίδομα, αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές
  • godtroende στα ελληνικά - ευκολόπιστος, εύπιστος, αφελείς, εύπιστους, αφελείς οι, εύπιστη
Τυχαίες λέξεις
Godtgjøre στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεικνύω, καλά, και, επίσης, καθώς, επίσης και