Λέξη: γαϊδουρινός

Σχετικές λέξεις: γαϊδουρινός

κόσμος γαϊδουρινός

Συνώνυμα: γαϊδουρινός

γαϊδούρινος

Μεταφράσεις: γαϊδουρινός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asinine
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
idiota, asnal, estúpido, asinine, estúpida, necia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dumm, idiotisch, asinine, eselhaft, idiotische
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bête, niais, stupide, nigaud, balourd, idiot, sot, ânerie, asinine, idiote
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stupido, asinine, asinino, asinina, stupida
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asinino, estúpido, asinine, estúpida, asinina
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ezelachtig, ezelachtige, asinine, ezels, stompzinnige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ослиный, глупый, упрямый, ослиная
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
asinine
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åsnelikt, asinine, åsnor, enfaldiga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
typerä, mieletön, älytön, aasimainen, asinine, aasi, aasinsukuisiin eläimiin kuuluvia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tåbelige, asinine, æselarten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hloupý
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ośli, idiotyczny, głupi, asinine
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ostoba, szamárfajba, szamárfajba tartozó, szamár
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşekçe, ahmakça, asinine, aptalca, eşek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глупий, ослиний, упертий, ослячий, впертий, віслячий, Ослина, пінгвін
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
si gomar, gomar, budalla
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъп, магарешки, упорит, глупав, тъпото
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асліны, асьліны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jonnakas, eesellik, rumal, eeslid, Loll
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glup, magareći
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
asinine
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kvailas, asiliškas, asinine, Muļķīgi, Idiotyczny
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muļķīgs, ēzeļa, ietiepīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
упорит
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asinine, stupid, asine
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nor, Magareći
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlúpy
Τυχαίες λέξεις