Gransking στα ελληνικά

Μετάφραση: gransking, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεργασία, εξέταση, έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης
Gransking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • granat στα ελληνικά - λυχνίτης, γρανάτης, γρανάτη, γρανάδα, ρόδι
  • granske στα ελληνικά - αγναντεύω, ερευνώ, σαρώνω, ελέγχει, ελέγχουν, εξετάζουν, εξετάζει, ...
  • granskning στα ελληνικά - διερεύνηση, έρευνα, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης
  • grapefrukt στα ελληνικά - γκρέιπ φρουτ, γκρέιπφρουτ, γκρέηπφρουτ, γκρέϊπφρουτ
Τυχαίες λέξεις
Gransking στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεργασία, εξέταση, έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης