Λέξη: χροιά

Σχετικές λέξεις: χροιά

χροιά ούρων, χροιά συνώνυμα, χροιά φωνής, χροιά συνώνυμο, χροιά χρώματος, χροιά βικιλεξικο, χροιά english, χροιά του ήχου, χροιά ήχου, χροιά ορισμός

Συνώνυμα: χροιά

απόχρωση, τόνος, ελαφρό χρώμα, χρωματισμός, μικρή διαφορά, βάμμα, μυρωδιά, βαφή, διάλυση φάρμακου, επιδερμίδα, όψη, δέρμα προσώπου

Μεταφράσεις: χροιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
complexion, tinge, tint, hue, tone
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cutis, tez, complexión, la tez, de tez
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hautfarbe, aussehen, gesichtsfarbe, teint, Teint, Haut, Gesichtsfarbe, Gesichts, Hautbild
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
air, aspect, physique, apparence, peau, encolure, mine, complexion, teint, le teint, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carnagione, colorito, incarnato, la carnagione, aspetto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tez, compleição, cútis, complexion, pele
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tint, teint, gelaatskleur, huid, huidskleur, teint te
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вид, аспект, цвет лица, лица, цвет
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansiktsfarge, hudfarge, hud, ansikts, complexion
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utseende, hy, hudfärg, hyn, prägel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hipiä, iho, ihonväri, complexion, ihon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
teint, hud, ansigtsfarve, hudfarve
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pleť, tvářnost, ráz, vzhled, charakter, aspekt, vzezření, pleti, pokožka, pletí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karnacja, wygląd, cera, cerę, cery, complexion
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szín, arcszín, arcszínt, arcszínével, arcszíne, arcbőrt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cilt, ten, Complexion, tenli, bir cilt
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигляд, вид, аспект, краєвид, колір обличчя, цвіт особи
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çehre, natyrë, çehre të, fytyrës, çehre e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тен, тена, вид, тен на, тена на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
колер, цвет
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jumestama, värvima, jume, jumet, nahajumet, kompleksi, complexion
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ten, tena, puti, izgled, tenu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirbragð
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veido spalva, veido, complexion, pobūdis, Karnacja
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sejas krāsa, sejas, toni
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тен, тенот, тен на, боја на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ten, tenul, tenului, complexion, de ten
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
polt, polti, poltjo, ten, polt je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pleť, kožu
Τυχαίες λέξεις