Hel στα ελληνικά

Μετάφραση: hel, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνολο, όλος, όλα, ολικός, όλες, μεστός, ακέραιος, γεμάτος, εντελώς, άρτιος, πλήρης, ολόκληρος, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το
Hel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hekte στα ελληνικά - γάντζος, αγκιστρώνω, άγκιστρο, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
  • hektisk στα ελληνικά - πολυάσχολος, πυρετώδης, ταραχώδη, έντονους, ταραχώδης, ταραχώδες
  • helbred στα ελληνικά - υγεία, Heal, Θεραπεύστε, επουλωθούν, θεραπεύσει, επουλώνονται
  • helbrede στα ελληνικά - επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Hel στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνολο, όλος, όλα, ολικός, όλες, μεστός, ακέραιος, γεμάτος, εντελώς, άρτιος, πλήρης, ολόκληρος, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το