Innføre στα ελληνικά
Μετάφραση: innføre, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- innfri στα ελληνικά - πραγματοποιώ, εκπληρώνω, εκπλήρωση, εκπληρώσει, πληρούν, εκπληρώσουν, εκπληρώσει τις
- innfødt στα ελληνικά - γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
- innførsel στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγές, τις εισαγωγές
- inngang στα ελληνικά - καταχώρηση, είσοδος, λήμμα, εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Innføre στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
Μεταφράσεις: εισάγω, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν