Konto στα ελληνικά

Μετάφραση: konto, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφορά, σημασία, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Konto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kontaminering στα ελληνικά - μίασμα, μόλυνση, μόλυνσης, ρύπανση, η μόλυνση, τη μόλυνση
  • kontinent στα ελληνικά - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
  • kontor στα ελληνικά - κύρος, γραφείο, αυθεντία, θώκος, εξουσία, υπηρεσία, πρακτορείο, ...
  • kontorist στα ελληνικά - υπάλληλος, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου
Τυχαίες λέξεις
Konto στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφορά, σημασία, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω