Lathet στα ελληνικά

Μετάφραση: lathet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νωθρότητα, laziest, πιο τεμπέληδες, οκνηρό
Lathet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lasting στα ελληνικά - φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
  • lat στα ελληνικά - τεμπέλης, μαλθακός, νωχελής, νωθρός, ράθυμος, τεμπέληδες, τεμπέλης για, ...
  • latskap στα ελληνικά - νωθρότητα, τεμπελιά, την τεμπελιά, τεμπελιάς, οκνηρία, η τεμπελιά
  • latter στα ελληνικά - γέλια, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια
Τυχαίες λέξεις
Lathet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νωθρότητα, laziest, πιο τεμπέληδες, οκνηρό