Latterliggjøre στα ελληνικά
Μετάφραση: latterliggjøre, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γελοιοποιώ, διασυρμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- latter στα ελληνικά - γέλια, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια
- latterlig στα ελληνικά - περίγελος, χαζός, παράλογος, γελοίος, γελοίο, γελοία, γελοίες, ...
- laug στα ελληνικά - συντεχνία, ένωση, σωματείο, Τάγμα, τάγματος, Guild, του τάγματος
- laurbær στα ελληνικά - δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
Τυχαίες λέξεις
Latterliggjøre στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γελοιοποιώ, διασυρμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Μεταφράσεις: γελοιοποιώ, διασυρμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό