Legat στα ελληνικά
Μετάφραση: legat, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάθρο, χάρισμα, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, προικοδότηση, Κληροδότημα, Endowment, Αποταμιευτική, Κληροδοτήματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ledsagelse στα ελληνικά - συνοδεία, συνοδούς, συνοδοί, συνοδών, των συνοδών
- legasjon στα ελληνικά - πρεσβεία, πρεσβείας, διπλωματικά θέματα
- lege στα ελληνικά - γιατρεύω, καπνίζω, αλατίζω, γιατρός, ιατρός, επουλώνω, επουλώνομαι, ...
- legeme στα ελληνικά - σώμα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Τυχαίες λέξεις
Legat στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάθρο, χάρισμα, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, προικοδότηση, Κληροδότημα, Endowment, Αποταμιευτική, Κληροδοτήματος
Μεταφράσεις: βάθρο, χάρισμα, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, προικοδότηση, Κληροδότημα, Endowment, Αποταμιευτική, Κληροδοτήματος