Προικοδότηση στα νορβηγικά

Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gave, legat, begavelse, kapitalforsikring, begavelsen
Προικοδότηση στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικοδότηση

προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, προικοδότηση στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • προικίζω στα νορβηγικά - medgift, giftet, Dower, tilhørte, hjemmegiftet
  • προικισμένος στα νορβηγικά - begavet, begavede, ressurssterke, talentfulle, dyktig
  • προκαλώ στα νορβηγικά - fremkalle, årsak, grunn, utfordring, overtale, provosere, forårsake, ...
  • προκατάληψη στα νορβηγικά - fordom, skjevhet, forspenning, partiskhet, skjevheter
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: gave, legat, begavelse, kapitalforsikring, begavelsen