Make στα ελληνικά
Μετάφραση: make, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύπαρχος, φιλαράκος, ζευγαρώνω, ταίρι, makeover, ανακαίνιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- majestet στα ελληνικά - μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, μεγαλειότητα, το μεγαλείο, Αυτού Μεγαλειότητας
- major στα ελληνικά - σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, Κύριοι, Σημαντικές, Major, Κύριες
- makrell στα ελληνικά - σκουμπρί, σκουμπριού, το σκουμπρί, σκουμπριά, σκουμπριών
- makron στα ελληνικά - αμυγδαλωτό, ζάχαριν, αμυγδαλωτά, macaroon, παξιμάδι από κόνιν αμύγδαλων
Τυχαίες λέξεις
Make στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύπαρχος, φιλαράκος, ζευγαρώνω, ταίρι, makeover, ανακαίνιση
Μεταφράσεις: ύπαρχος, φιλαράκος, ζευγαρώνω, ταίρι, makeover, ανακαίνιση