Nybygger στα ελληνικά

Μετάφραση: nybygger, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικιστής, άποικος, οικιστή, εποίκων, των εποίκων
Nybygger στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nummerere στα ελληνικά - αριθμός, απαριθμώ, απαριθμήσει, απαριθμήσω, απαριθμούν, απαριθμηθούν
  • ny στα ελληνικά - καινούριος, νέος, νέα, νέο, νέων, νέες
  • nyhet στα ελληνικά - ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
  • nylig στα ελληνικά - πρόσφατα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη
Τυχαίες λέξεις
Nybygger στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικιστής, άποικος, οικιστή, εποίκων, των εποίκων