Praktisere στα ελληνικά

Μετάφραση: praktisere, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξασκώ, ασκώ, Εξάσκηση, Η άσκηση, Η εξάσκηση, την πρακτική της, Ασκώντας
Praktisere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pottemaker στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
  • prakt στα ελληνικά - μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο, αίγλη
  • praktisk στα ελληνικά - πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
  • pram στα ελληνικά - μαούνα, καροτσάκι, καρότσι, καροτσιού, παιδικό καροτσάκι, παιδικό καρότσι
Τυχαίες λέξεις
Praktisere στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξασκώ, ασκώ, Εξάσκηση, Η άσκηση, Η εξάσκηση, την πρακτική της, Ασκώντας