Εξασκώ στα νορβηγικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
praktisere, praksis, praksisen, trening
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εξασκώ στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα νορβηγικά - avhenge, avhengige, avhenger, stole, avhengig
- εξασθένηση στα νορβηγικά - nedgang, nedgangen, tilbakegang, fall, reduksjon
- εξασφαλίζω στα νορβηγικά - sikre, garantere, jeg, I
- εξατμίζομαι στα νορβηγικά - fordampe, damp, av damp, dampen
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: praktisere, praksis, praksisen, trening
Μεταφράσεις: praktisere, praksis, praksisen, trening