Rettssak στα ελληνικά

Μετάφραση: rettssak, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκιμασία, δίκη, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
Rettssak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rettskrivning στα ελληνικά - ορθογραφία, ορθογραφίας, την ορθογραφία, η ορθογραφία, ορθοφωτογράφισης
  • rettslig στα ελληνικά - δικαστικός, δικανικός, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές
  • retur στα ελληνικά - επιστρέφω, γυρίζω, επιστροφή, Επιστροφές, επιστρέφει, αποδόσεις, Επιστροφών, ...
  • returnere στα ελληνικά - επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω, απόδοση, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
Τυχαίες λέξεις
Rettssak στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκιμασία, δίκη, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική