Rom στα ελληνικά

Μετάφραση: rom, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
Rom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rolig στα ελληνικά - εύκολος, ησυχασμός, ήρεμος, νηνεμία, ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος, ...
  • rolle στα ελληνικά - ρόλος, χαρακτήρας, μερίδιο, χωρίζω, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ...
  • roman στα ελληνικά - μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέων, νέες, νέο
  • romanforfatter στα ελληνικά - μυθιστοριογράφος, συγγραφέας, συγγραφέα, μυθιστοριογράφο, μυθιστοριογράφου
Τυχαίες λέξεις
Rom στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια