Λέξη: κλίση

Σχετικές λέξεις: κλίση

κλίση ευθείας, κλίση ονομάτων, κλίση αρχαίων ρημάτων, κλίση του ειμι, κλίση επιθέτων, κλίση ρημάτων παθητικής φωνής, κλίση ουσιαστικών, κλίση ρημάτων, κλίση στέγης, κλίση μετοχών

Συνώνυμα: κλίση

στροφή, κάμπη, κύρτωση, δέσιμο, κόμπος, τάση, προκατάληψη, προτίμηση, δυναμικό πολώσεως, επικλινής επιφάνεια, κλίση επιφάνειας, μάγκικα, υποκρισίες, ψευδολογίες, λίστα, κατάλογος, κατάσταση, βλαστός, παραφυάς, σκιάς, τιμόνι, πηδάλιο, φυσικό ταλάντο, πίσσα, παροξυσμός, ύψος, τόνος, βαθμός, λοξότητα, λοξότης, πλαγιά, κλίση έδαφους, κατωφέρεια, κάμψη, φιλοδώρημα, κλίση του δρόμου, ροπή, ανωφέρεια, ανηφορία, σύζευξη, συζυγία, κλίση ρήματος, έφεση, έγκλιση

Μεταφράσεις: κλίση

κλίση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aptitude, slope, tilt, gradient, inclination, pitch

κλίση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aptitud, talento, pendiente, ladera, inclinación, cuesta, la pendiente

κλίση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eignung, begabung, neigung, befähigung, Hang, Steigung, Neigung, Schräge, Abhang

κλίση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
qualification, talent, pertinence, dispositions, opportunité, habilité, faculté, pente, versant, incliné, la pente, inclinaison

κλίση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attitudine, abilitazione, pendenza, pendio, versante, pista, inclinazione

κλίση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
talento, aptidão, declive, encosta, ladeira, talude, inclinação

κλίση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
begaafdheid, aanleg, gave, talent, helling, talud, hellingsgraad, piste, de helling

κλίση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подверженность, смётка, уместность, склонность, предрасположенность, пригодность, способность, смекалка, правомерность, наклон, склон, наклона, уклон, склона

κλίση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skråning, skråningen, helling, stigningstallet, helning

κλίση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fallenhet, lutning, sluttning, lutningen, sluttningen, backen

κλίση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyky, lahjakkuus, rinne, kaltevuus, rinteessä, kulmakerroin, rinnettä

κλίση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hældning, skråning, hældningen, bakke, skråningen

κλίση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadání, vhodnost, schopnost, způsobilost, sklon, svah, svahu, sjezdovka, sklonu

κλίση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stosowność, uzdolnienie, zdolność, skłonność, nachylenie, stok, zbocze, skłon, pochylenie

κλίση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lejtő, lejtőn, meredekség, meredeksége, lejtőjén

κλίση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetenek, eğim, yamaç, eğimi, pistleri-, şev

κλίση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
здатність, доречність, схильність, здатності, нахил, нахилу

κλίση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpat, shpatin, pjerrësi, pjerrësia

κλίση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наклон, склон, наклона, писта, склона

κλίση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нахіл

κλίση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võime, kalle, nõlv, nõlva, kalde, kallet

κλίση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sklonost, pogodnost, talent, sposobnost, nagib, padina, nagiba, padini, kosina

κλίση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
halli, brekku, halla, hlíðina, Hallinn

κλίση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolydis, nuolydį, šlaitas, nuokalnės, nuolydžio

κλίση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spējas, nosliece, piemērotība, slīpums, nogāze, nogāzes, slīpuma, slīpumu

κλίση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
падина, наклонот, наклон, патека, падината

κλίση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aptitudine, pantă, panta, pantei, înclinare, pârtie

κλίση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slope, naklon, nagib, strmine, pobočju

κλίση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklon, tendenciu

Στατιστικά δημοτικότητας: κλίση

Τυχαίες λέξεις