Søke στα ελληνικά
Μετάφραση: søke, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, αναζήτηση, εφαρμόζω, αιτούμαι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- særskilt στα ελληνικά - χωριστός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, χωρίζω, ειδικός, ειδική, ειδικές, ...
- søk στα ελληνικά - αναζήτηση, κυνήγι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, την αναζήτησή, Search
- søksmål στα ελληνικά - εξυπηρετώ, κοστούμι, αρμόζω, βολεύω, δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, της ασκήσεως της προσφυγής, ...
- søle στα ελληνικά - κηλίδα, λεκιάζω, βόρβορος, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Søke στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, αναζήτηση, εφαρμόζω, αιτούμαι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Μεταφράσεις: βάζω, αναζήτηση, εφαρμόζω, αιτούμαι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή