Sannsynlighet στα ελληνικά

Μετάφραση: sannsynlighet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητας, πιθανοτήτων, πιθανότητες, πιθανότητα να
Sannsynlighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sannhet στα ελληνικά - αλήθεια, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια
  • sannsynlig στα ελληνικά - μάλλον, εύσχημος, πιθανόν, πιθανά, αληθοφανής, πιθανός, πιθανό, ...
  • sannsynligvis στα ελληνικά - μάλλον, πιθανά, πιθανόν, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως
  • sans στα ελληνικά - νόημα, σωφροσύνη, αισθάνομαι, αίσθημα, αίσθηση, έννοια, την έννοια
Τυχαίες λέξεις
Sannsynlighet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητας, πιθανοτήτων, πιθανότητες, πιθανότητα να