Spesialitet στα ελληνικά

Μετάφραση: spesialitet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπεσιαλιτέ, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά
Spesialitet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sperre στα ελληνικά - παρακωλύω, κωλυσιεργώ, στηρίγματα, φραγμός, καστάνια, καστάνιας, αναστολέα, ...
  • spesialisere στα ελληνικά - ειδικεύονται, εξειδικεύονται, Ειδικευόμαστε, ειδικεύεται, ειδικευτούν
  • spesiell στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό
  • spesielt στα ελληνικά - ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Τυχαίες λέξεις
Spesialitet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπεσιαλιτέ, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά