Ασύλληπτος στα αγγλικά

Μετάφραση: ασύλληπτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elusive, uncaught, inconceivable, at large, unimaginable
Ασύλληπτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ασύλληπτος

at large
  • ασύλληπτος
uncaught
  • ασύλληπτος
inconceivable
  • ασύλληπτος
  • ακατανόητος
  • ακατάληπτος
  • αδιανόητος

Σχετικές λέξεις: ασύλληπτος

ασύλληπτος συνώνυμα, ασύλληπτος συνώνυμο, ασύλληπτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ασύλληπτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ασωτία στα αγγλικά - debauchery, profligacy, prodigality, extravagance, meretriciousness
  • ασύγχρονος στα αγγλικά - asynchronous, an asynchronous
  • ασύμμετρος στα αγγλικά - asymmetric, incommensurate, chiral, asymmetrical
  • ασύμπτωτο στα αγγλικά - asymptote, asymptotic, asymptote of
Τυχαίες λέξεις
Ασύλληπτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: elusive, uncaught, inconceivable, at large, unimaginable