Strøm στα ελληνικά

Μετάφραση: strøm, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοκκινίζω, κυλώ, ρεύμα, ρυάκι, ρέω, τωρινός, ροή, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Strøm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • strø στα ελληνικά - ψιχαλίζω, καταβρέχω, ραντίζω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
  • strøk στα ελληνικά - τέταρτο, μαχαλάς, παλτά, στρώσεις, παλτό, επιστρώσεις, στρώσεων
  • strømbryter στα ελληνικά - αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
  • strømpe στα ελληνικά - μάνικα, κάλτσα, γυναικεία κάλτσα, εκτροφής, αποθήκευση, ζωικού κεφαλαίου
Τυχαίες λέξεις
Strøm στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοκκινίζω, κυλώ, ρεύμα, ρυάκι, ρέω, τωρινός, ροή, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ