Trette στα ελληνικά
Μετάφραση: trette, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλονικία, σειρά, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, κωπηλατώ, καυγάς, καβγάς, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- treske στα ελληνικά - αλωνίζω, αλώνι, όρια τα, αλωνιού
- tresnitt στα ελληνικά - ξυλογραφίες, ξυλόγλυπτα, ξυλόγλυπτων, woodcuts, ξυλογραφιών
- tretten στα ελληνικά - δεκατρείς, δεκατρία, δεκατριών, δέκα τρία, δέκα τρεις
- tretthet στα ελληνικά - κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Τυχαίες λέξεις
Trette στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλονικία, σειρά, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, κωπηλατώ, καυγάς, καβγάς, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Μεταφράσεις: φιλονικία, σειρά, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, κωπηλατώ, καυγάς, καβγάς, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα