Λέξη: ξανά

Σχετικές λέξεις: ξανά

ξανά η πόλη μπροστά, ξανά μαζί παλαιοντολογία, ξανά μανά, ξανά ρουβάς, ξανά ζου, ξανά ξανά πιο ψηλά, ξανά ρουβάς στίχοι, ξανά συνώνυμα, ξανά γύρισες ε, ξανά μπροστά, δημιουργία ξανά

Συνώνυμα: ξανά

πάλι, εκ νέου

Μεταφράσεις: ξανά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
again, over again, back, re
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nuevamente, de nuevo, otra vez, nuevo, más
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wiederum, abermals, nochmals, wieder, zurück, erneut, einmal
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
encore, de nouveau, nouveau, à nouveau, fois
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
di nuovo, ancora, nuovamente, nuovo, volta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
novamente, ainda, novo, de novo, outra vez, vez
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opnieuw, nogmaals, alweer, wederom, weder, weer, meer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снова, вторично, тоже, наново, часто, сызнова, опять, вновь, раз, еще раз
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pånytt, igjen, nytt, på nytt, gang, en gang
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ånyo, igen, nytt, gång, återigen, åter
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taaskin, toistamiseen, jälleen, uudelleen, taas, uudestaan, kerran
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
igen, gang, en gang, ny
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zase, opět, znovu, to znovu, ještě jednou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
znów, ponownie, powtórnie, znowu, również, więcej, jeszcze raz
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megint, újból, újfent, újra, ismét, ismételten
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tekrar, tazeden, yene, yine, yeniden, daha, bir daha
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
часто-густо, часто, знову, же, дорожче, ж, знов
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përsëri, sërisht, prapë, sërish, herë, një herë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пак, снова, отново, веднъж, отново се
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яшчэ, зноў, ізноў, зноўку, снова
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veel, jälle, uuesti, taas, kord
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opet, uz, ponovno, ponovo, jednom, iznova
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aftur, ný, á ný, og aftur, nýju
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iterum, rursus, denuo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vėl, dar kartą, kartą, naujo, iš naujo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkal, vēlreiz, jauna, atkārtoti, no jauna
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повторно, еднаш, уште еднаш, повторно се, пак
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
din nou, nou, dată, o dată
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znova, spet, zase, še enkrat, ponovno, zopet
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opäť, zas, znovu, zase, znova, opätovne, ešte raz

Στατιστικά δημοτικότητας: ξανά

Τυχαίες λέξεις