Trevirke στα ελληνικά
Μετάφραση: trevirke, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tretthet στα ελληνικά - κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
- tretti στα ελληνικά - τριάντα, από τριάντα, των τριάντα, τριάκοντα
- trikk στα ελληνικά - τραμ, του τραμ, το τραμ, με το τραμ
- trillebår στα ελληνικά - τύμβος, χειράμαξα, καρότσι, καροτσάκι, wheelbarrow, χειραμαξίων
Τυχαίες λέξεις
Trevirke στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία
Μεταφράσεις: ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία