Varighet στα ελληνικά

Μετάφραση: varighet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
Varighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • variere στα ελληνικά - ποικίλλω, ταλαντεύομαι, αυξομειώνω, κυμαίνομαι, παραλλάζω, ποικίλλουν, ποικίλουν, ...
  • varig στα ελληνικά - σταθερός, μόνιμος, στάβλος, διαρκής, διαρκή, μόνιμη, διαρκούς, ...
  • varm στα ελληνικά - καυτός, ζεστός, καυτό, ζεστό, ζεστού, θερμό
  • varme στα ελληνικά - ζεστασιά, ζέστη, ζεσταίνω, θερμαίνω, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Varighet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια