Verktøy στα ελληνικά

Μετάφραση: verktøy, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργαλείο, όργανο, εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία, μέσων
Verktøy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • verdslig στα ελληνικά - εγκόσμιος, κοσμικός, χρονικός, κοσμικές, εγκόσμια, κοσμικά, τις κοσμικές
  • verksted στα ελληνικά - ατελιέ, ψωνίζω, προδίδω, μαγαζί, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, ...
  • vern στα ελληνικά - προστασία, ασπίδα, θάλαμος, περίβλημα, προστασίας, την προστασία, προστασία των, ...
  • verne στα ελληνικά - κατοχυρώνω, προστατεύω, διατηρώ, αγαπάμε, να αγαπάμε, λατρεύουν, αγαπάμε τη
Τυχαίες λέξεις
Verktøy στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργαλείο, όργανο, εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία, μέσων