Aanblik στα ελληνικά

Μετάφραση: aanblik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θωριά, βλέμμα, όραση, κοιτάζω, άποψη, πλευρά, αντιμετωπίζω, σκηνή, τοπίο, εμφάνιση, φαίνομαι, πρόσωπο, ορίζοντας, έκφραση, πανόραμα, κύρος, θέαμα, όψεως, θέα, όρασης
Aanblik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanbieding στα ελληνικά - προσπάθεια, απόπειρα, προσφορά, πρόταση, προσφέρω, προσφοράς, την προσφορά, ...
  • aanbinden στα ελληνικά - ξεκίνημα, αρχίζω, χερσότοπος, γραβάτα, ξεκινώ, δένω, προσδένω, ...
  • aanbod στα ελληνικά - πρόταση, μαλακός, τρυφερός, προσφέρω, προσπάθεια, απόπειρα, προσφορά, ...
  • aanboren στα ελληνικά - πλήττω, βρύση, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, παρακεντώ, βρύσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanblik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θωριά, βλέμμα, όραση, κοιτάζω, άποψη, πλευρά, αντιμετωπίζω, σκηνή, τοπίο, εμφάνιση, φαίνομαι, πρόσωπο, ορίζοντας, έκφραση, πανόραμα, κύρος, θέαμα, όψεως, θέα, όρασης