Aangeschoten στα ελληνικά
Μετάφραση: aangeschoten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, φτερωτός, τραυματίζω, τραυματισμένος, πληγώνω, πονώ, λαβωμένος, ζαλισμένος, tipsy, μισομεθυσμένος, μισομεθυσμένο, ζαλισμένος από το ποτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aangenaam στα ελληνικά - τερπνός, ευχάριστος, ευάρεστος, ωραίος, ευχάριστη, ευχάριστο, ευχάριστες, ...
- aangenaamheid στα ελληνικά - τερπνότητα, τερπνότης, ευχάριστο είναι, πόσο ευχάριστο, γλύκα
- aangespen στα ελληνικά - πόρπη, πόρπη του, αγκράφα, αγκράφα μπροστά
- aangestoken στα ελληνικά - αναμμένος, αναμμένο, αποβιβάζονται, αποβιβαστείτε, αποβίβαση
Τυχαίες λέξεις
Aangeschoten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, φτερωτός, τραυματίζω, τραυματισμένος, πληγώνω, πονώ, λαβωμένος, ζαλισμένος, tipsy, μισομεθυσμένος, μισομεθυσμένο, ζαλισμένος από το ποτό
Μεταφράσεις: χτυπώ, φτερωτός, τραυματίζω, τραυματισμένος, πληγώνω, πονώ, λαβωμένος, ζαλισμένος, tipsy, μισομεθυσμένος, μισομεθυσμένο, ζαλισμένος από το ποτό