Λαβωμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: λαβωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangeschoten, verwond, gewond, gewonden, gewonde, gekwetst
Λαβωμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαβωμένος

λαβωμένος άγγελος, λαβωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λαβωμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λαβή στα ολλανδικά - pakken, steel, bemachtigen, grijpen, vastgrijpen, oor, handkoffer, ...
  • λαβίδα στα ολλανδικά - schaar, knijper, pincet, een pincet, pincetten, tweezers, tang
  • λαβύρινθος στα ολλανδικά - doolhof, labyrint, labyrinth
  • λαβώνω στα ολλανδικά - verwonden, aanschieten, kwetsuur, blessure, verwonding, kwetsen, aangrijpend, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαβωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aangeschoten, verwond, gewond, gewonden, gewonde, gekwetst