Aanlengen στα ελληνικά
Μετάφραση: aanlengen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδυναμώνομαι, αραιώνω, αποδυναμώνω, αραιώστε, αραίωση, αραιό, αραιά, αραιώνετε
Μεταφράσεις
- aanlegplaats στα ελληνικά - μόλος, αποβάθρα, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
- aanleiding στα ελληνικά - παρακίνηση, κίνητρο, περίπτωση, χρειάζομαι, ανάγκη, ευκαιρία, περίσταση, ...
- aanleren στα ελληνικά - μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
- aanliggend στα ελληνικά - κοντά, προσκείμενος, διπλανός, γειτονικός, παρακείμενος, κοντινός, γειτονικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanlengen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, αραιώνω, αποδυναμώνω, αραιώστε, αραίωση, αραιό, αραιά, αραιώνετε
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, αραιώνω, αποδυναμώνω, αραιώστε, αραίωση, αραιό, αραιά, αραιώνετε