Αποδυναμώνομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποδυναμώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzwakken, fnuiken, aanlengen, verarmen, verarming, armer, verarming van, verarmt
Αποδυναμώνομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδυναμώνομαι

αποδυναμώνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποδυναμώνομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποδοχές στα ολλανδικά - verdienste, gewin, belang, voordeel, traktement, salaris, loon, ...
  • αποδοχή στα ολλανδικά - ontvangst, aanvaarding, opname, aanneming, geloof, toelating, onthaal, ...
  • αποδυναμώνω στα ολλανδικά - fnuiken, verzwakken, aanlengen, verarmen, verarming, armer, verarming van, ...
  • αποζημίωση στα ολλανδικά - loon, vergelding, beloning, compensatie, schadevergoeding, vergoeding, schadeloosstelling, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδυναμώνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzwakken, fnuiken, aanlengen, verarmen, verarming, armer, verarming van, verarmt