Aanmerkelijk στα ελληνικά

Μετάφραση: aanmerkelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρκετός, αξιόλογος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Aanmerkelijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanmatiging στα ελληνικά - αλαζονεία, υπεροψία, εκζήτηση, έπαρση, τεκμήριο, τεκμηρίου, υπόθεση, ...
  • aanmelding στα ελληνικά - είσοδος, λήμμα, εγγραφή, καταχώρηση, εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, ...
  • aanmerking στα ελληνικά - σχολιάζω, κριτική, παρατήρηση, επίκριση, παρατηρώ, παρατηρητικότητα, παρακολούθηση, ...
  • aanmoediging στα ελληνικά - ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει
Τυχαίες λέξεις
Aanmerkelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρκετός, αξιόλογος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά