Aanslaan στα ελληνικά

Μετάφραση: aanslaan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβληματίζω, φόρος, συναγερμός, ρίζα, τρομάζω, φορολογώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Aanslaan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanschrijven στα ελληνικά - γνωστοποιώ, ειδοποιώ, καλώ, καλέσει, καλούν, να καλέσει, κλητεύει, ...
  • aanschrijving στα ελληνικά - ένταλμα, γραφή, διαταγή, εισαγωγικό δίκης, δικόγραφο
  • aanslag στα ελληνικά - κλιμάκωση, κλίμακα, κλίμακας, πινελιά, υγρασία, αγγίζω, λέπι, ...
  • aansluiten στα ελληνικά - ενώνω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συσχετίζω, συνδέω, λιμνούλα, πισίνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanslaan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβληματίζω, φόρος, συναγερμός, ρίζα, τρομάζω, φορολογώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα