Aanstaren στα ελληνικά

Μετάφραση: aanstaren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέμμα, ομότιμος, ατενίζω, περιεργάζομαι, όμοιος, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
Aanstaren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanstaand στα ελληνικά - κοντινός, οπαδοί, κοντά, ακολουθία, παρακολούθηση, μετά, επόμενος, ...
  • aanstaande στα ελληνικά - μελλοντικός, προσεχής, προσεχή, επικείμενη, προσεχούς, προσεχείς
  • aanstekelijk στα ελληνικά - κολλητικός, contagiously
  • aansteken στα ελληνικά - φωτίζω, διακόπτης, φωτερός, αλλαγή, αλλάζω, ξανθός, διεγείρω, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanstaren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέμμα, ομότιμος, ατενίζω, περιεργάζομαι, όμοιος, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα