Ατενίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
turen, aanstaren, blik, staren, stare, staar, kijken, staart
Ατενίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατενίζω

ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατενίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αταραξία στα ολλανδικά - stilte, kalmte, rust, gerustheid, bedaardheid, rustigheid, quietisme, ...
  • ατελιέ στα ολλανδικά - atelier, werkplaats, studio, de studio
  • ατζαμής στα ολλανδικά - plomp, onbeholpen, onhandig, sukkelig, stumperig, knullig, beginneling, ...
  • ατημέλητος στα ολλανδικά - in, op, in de, in het, van
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: turen, aanstaren, blik, staren, stare, staar, kijken, staart