Aanvaring στα ελληνικά

Μετάφραση: aanvaring, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, βαρώ, σύγκρουση, σουξέ, σύγκρουσης, συγκρούσεων, συγκρούσεως, πρόσκρουσης
Aanvaring στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanvang στα ελληνικά - αρχίζω, έναρξη, αρχή, ξεκινώ, πρώτος, ξεκίνημα, έναρξης, ...
  • aanvangen στα ελληνικά - ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχή, αρχίζω, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσουν, ...
  • aanvechtbaar στα ελληνικά - συζητήσιμος, αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, αμφισβητήσιμο, αμφίβολη
  • aanvechting στα ελληνικά - πειρασμός, τάση, ροπή, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
Τυχαίες λέξεις
Aanvaring στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, βαρώ, σύγκρουση, σουξέ, σύγκρουσης, συγκρούσεων, συγκρούσεως, πρόσκρουσης