Aanvoeren στα ελληνικά

Μετάφραση: aanvoeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγέλλω, ιθύνω, διατάζω, φέρνω, κυβερνώ, παραγγελία, προσταγή, εντολή, διέπω, λέω, προστάζω, προσκομίσει, προσκόμισε, προσκομίζει, προσκομίσουν, να προσκομίσει
Aanvoeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanvoer στα ελληνικά - μέριμνα, άφιξη, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
  • aanvoerder στα ελληνικά - κεφάλι, ηγήτορας, αρχηγός, αφεντικό, ηγούμαι, κύριος, ηγέτης, ...
  • aanvraag στα ελληνικά - εντολή, παρακαλώ, ζητώ, παραγγελία, παράκληση, παραγγέλλω, προσταγή, ...
  • aanvragen στα ελληνικά - παραγγελία, παράκληση, προσταγή, εφεδρεία, παρακρατώ, ξεχωρίζω, βιβλιάριο, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanvoeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, ιθύνω, διατάζω, φέρνω, κυβερνώ, παραγγελία, προσταγή, εντολή, διέπω, λέω, προστάζω, προσκομίσει, προσκόμισε, προσκομίζει, προσκομίσουν, να προσκομίσει