Διέπω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besturen, aanvoeren, heersen, regeren, Diepo
Διέπω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διέπω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα ολλανδικά - redetwist, bespreken, dispuut, disputeren, kwestie, twistgesprek, redetwisten, ...
  • διέξοδος στα ολλανδικά - uitweg, uitgang, afrit, vulkaan, stopcontact, verkooppunt, afzetgebied, ...
  • διήθηση στα ολλανδικά - filtratie, filtreren, middel van filtratie, filtering
  • διίσταμαι στα ολλανδικά - afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: besturen, aanvoeren, heersen, regeren, Diepo