Aanwezige στα ελληνικά
Μετάφραση: aanwezige, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοχος, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanwerving στα ελληνικά - πρόσληψη, στρατολόγηση, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις
- aanwezig στα ελληνικά - δώρο, παρών, παρουσιάζω, παρόν, παρούσα, παρούσας, παρούσης
- aanwezigheid στα ελληνικά - παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
- aanwijzen στα ελληνικά - επισημαίνω, αιχμή, προτείνω, γνέφω, νεύω, στίγμα, σήμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanwezige στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοχος, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης
Μεταφράσεις: κάτοχος, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης