Aardrijk στα ελληνικά

Μετάφραση: aardrijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφήλιος, γη, προσαράσσω, μαγαρίζω, προσγειώνομαι, χώμα, κόσμος, έδαφος, προσγειώνω, γης, γαιών, γαίας, τη γη
Aardrijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aardleiding στα ελληνικά - γείωσης, γείωση, γειώσεως, τη γείωση, της γείωσης
  • aardmannetje στα ελληνικά - επισκιάζω, νάνος, καλικάντζαρος, δαιμόνιο, Goblin, παγανός
  • aardrijkskunde στα ελληνικά - γεωγραφία, γεωγραφίας, τη γεωγραφία, γεωγραφική, η γεωγραφία
  • aardrijkskundig στα ελληνικά - γεωγραφικός, γεωγραφική, γεωγραφικής, γεωγραφικών, γεωγραφικές
Τυχαίες λέξεις
Aardrijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφήλιος, γη, προσαράσσω, μαγαρίζω, προσγειώνομαι, χώμα, κόσμος, έδαφος, προσγειώνω, γης, γαιών, γαίας, τη γη