Χώμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: χώμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bodem, land, aanaarden, aardrijk, aarde, grond, de bodem, de grond
Χώμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χώμα

χώμα για κήπους, χώμα για κάκτους, χώμα ονειροκριτης, χώμα στα αγγλικά, χώμα και νερό (1999), χώμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χώμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χόρτο στα ολλανδικά - grassen, grasveld, gras, grass, het gras
  • χύνω στα ολλανδικά - morsen, val, werpen, schuur, vergieten, afwerpen, vergoten
  • χώνεψη στα ολλανδικά - spijsvertering, digestie, vertering, de spijsvertering, de vertering
  • χώνομαι στα ολλανδικά - insinueren, lekker liggen, Snuggle, nestelt zich, nestelt, nestelen zich
Τυχαίες λέξεις
Χώμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bodem, land, aanaarden, aardrijk, aarde, grond, de bodem, de grond