Abonnement στα ελληνικά

Μετάφραση: abonnement, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδρομή, εγγραφή, εγγραφής, συνδρομής, την εγγραφή
Abonnement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abnormaliteit στα ελληνικά - ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλίες, διαταραχή, ανωμαλιών
  • abonnee στα ελληνικά - συνδρομητής, αναγνώστης, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
  • abortus στα ελληνικά - άμβλωση, έκτρωση, αποβολή, την άμβλωση, η άμβλωση
  • abrikoos στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
Τυχαίες λέξεις
Abonnement στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδρομή, εγγραφή, εγγραφής, συνδρομής, την εγγραφή