Συνδρομή στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνδρομή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abonnement, inschrijving, Lidmaatschap, Subscription, abonneren
Συνδρομή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομή

συνδρομή εβεα, συνδρομή νόμος, συνδρομή μετάφραση στα αγγλικά, συνδρομή holmes place, συνδρομή nova, συνδρομή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνδρομή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνδετήρας στα ολλανδικά - kramp, nietje, scheren, haakje, knippen, snoeien, klamp, ...
  • συνδετικός στα ολλανδικά - bindweefsel, verbindende, bind-, connective, bind
  • συνδρομητής στα ολλανδικά - abonnee, deelnemer, abonnees, de abonnee
  • συνδυάζω στα ολλανδικά - kartel, bundelen, verbinden, trust, combineren, te combineren, combineert, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: abonnement, inschrijving, Lidmaatschap, Subscription, abonneren