Accumuleren στα ελληνικά

Μετάφραση: accumuleren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάδα, συσσωρεύω, σωρός, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Accumuleren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accu στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
  • accumulator στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
  • accuraat στα ελληνικά - μόλις, ακριβής, ακριβολόγος, συνεπής, συγκεκριμένος, γρήγορος, δίκαιος, ...
  • accuratesse στα ελληνικά - αλήθεια, ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
Τυχαίες λέξεις
Accumuleren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάδα, συσσωρεύω, σωρός, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί