Achterblijven στα ελληνικά

Μετάφραση: achterblijven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, παραμένω, υπόλοιπος, καθυστέρηση, υστέρηση, υστέρησης, lag, καθυστέρησης
Achterblijven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achteraf στα ελληνικά - μεταγενέστερα, κατόπιν, μετά, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια
  • achterbaks στα ελληνικά - ύπουλος, δόλιος, ύπουλο, δόλια, ύπουλες
  • achterbuurt στα ελληνικά - φτωχογειτονιά, πτωχογειτονιά, παραγκούπολη, παραγκουπόλεων, παραγκούπολης
  • achterdeur στα ελληνικά - πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back
Τυχαίες λέξεις
Achterblijven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, παραμένω, υπόλοιπος, καθυστέρηση, υστέρηση, υστέρησης, lag, καθυστέρησης